- ρέκτης
- οάνθρωπος δραστήριος και με πρωτοβουλία: Οεκσυγχρονισμός των φορολογικών υπηρεσιών είναι έργο του ρέκτη υπουργού των Οικονομικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρέκτης — ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [ῥέζω (Ι)] δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον») αρχ. ιερεύς … Dictionary of Greek
ῥέκτης — active masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκται — ῥέκτης active masc nom/voc pl ῥέκτᾱͅ , ῥέκτης active masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεκτῶν — ῥέκτης active masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκτην — ῥέκτης active masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκτῃ — ῥέκτης active masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέκτα — ῥέκτᾱ , ῥέκτης active masc nom/voc/acc dual ῥέκτης active masc voc sg ῥέκτᾱ , ῥέκτης active masc gen sg (doric aeolic) ῥέκτης active masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέκτωρ — και ῥαίκτωρ ορος, ὁ, ΜΑ τίτλος διοικητή επαρχίας ή μεγάλου στρατιωτικού σώματος μσν. ῥέκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rector «διοικητής» (< rego «διευθύνω, διοικώ»). Η λ. με τη σημ. «ρέκτης» < ῥέζω (Ι) + επίθημα τωρ (πρβλ. λέκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ῥέκτας — ῥέκτᾱς , ῥέκτης active masc acc pl ῥέκτᾱς , ῥέκτης active masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρέκτης — εὐρέκτης, ὁ (Α) ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»)] … Dictionary of Greek